Γυναίκες της πατρίδας μου, θαρρώ, το εικοσιένα
στο πιο ψηλό ανεβήκατε σκαλί της ομορφιάς.
Το ύψος μες στα μάτια σας, όχι, κορφή δεν έχει,
όταν σκυμμένες πλάθατε με μύριες προσευχές
τα ωραία παλικάρια σας μ’ ατρόμητες ψυχές.
Η περηφάνια σας ποτέ δεν έσκυψε κεφάλι,
τέσσερα εκατόχρονα μ’ άγρυπνα σωθικά.
Γυναίκες της πατρίδας μου, θαρρώ, το εικοσιένα
στο πιο ψηλό ανεβήκατε σκαλί της λεβεντιάς.
Στεριά και θάλασσα, θωρώ, το μέγα ανάστημά σας
να τον ξανάφτει το δαυλό, μπαρούτι λευτεριάς
από τον ίσκιο της ματιάς, τη φλόγα της καρδιάς.
Η περηφάνια σας ποτέ δεν έσκυψε κεφάλι…
Γυναίκες της πατρίδας μου, του εικοσιένα λάμψη,
στην πίστη σας βουλήθηκα να βάλω θυμιατό,
να πάρω χάρη, να πιαστώ στην άκρη του χορού σας,
να μάθω το γιατί και πώς πεθαίνετε εσείς.
Για την Ελλάδα αντάμα σας χίλιες φορές κι εμείς.