Ποτάμι τρέχει ο λαός
στους στολισμένους δρόμους,
στα μάτια του οργή και φως,
ανάπηροι στους ώμους.
Πήραμε τ’ Αργυρόκαστρο
και πάμε παραπέρα,
τύραννοι, δε γλιτώνετε,
αέρα.
Η μάνα κλαίει στη γωνιά
κι η κόρη στο μπαλκόνι,
το δίκιο για τη λευτεριά
σαν πέλαγο φουσκώνει.
Πήραμε τ’ Αργυρόκαστρο…