Θα ‘θελα να ‘μουνα κεράκι
μες στου ναού το ιερό,
να φώτιζα κι εγώ λιγάκι
το δείπνο σου το μυστικό.
Θα ‘θελα να ‘μουνα καντήλι
στην άγια τράπεζα σιμά,
και μέσα απ’ την ωραία πύλη
θαύματα να ‘βλεπα ιερά.
Θα ‘θελα να ‘μουνα λαβίδα
μες στ’ άγιο δισκοπότηρο,
ν’ άγγιζα κάθε μια ρανίδα
απ’ το αίμα σου το θεϊκό.
Θα ‘θελα να ‘μουνα τα μάτια
του ιερουργού τα καθαρά,
να ‘βλεπα πως από τα πλάτια
θα ‘παιρνες σάρκα και οστά.
Θα ‘θελα να ‘μουν κάποια χέρια,
μες στις παλάμες μου να κρατώ
σένα που έπλασες τ’ αστέρια,
που μ’ έχεις μες στη χούφτα σου να ζω.
Μα είμαι τα χείλη που σ’ αγγίζουν,
το στόμα που σε δέχεται,
και σε συνθλίβει, Λυτρωτή μου,
τροφή μου για να γίνεσαι.
Είμαι το στέρνο που συνθλίβεις,
οι φλέβες που κυκλοφορείς,
τα σπλάγχνα που εσύ πληρώνεις
και η καρδιά που κατοικείς.
Είμαι η ψυχή που έχεις σώσει
με αίμα πάνω στο σταυρό,
σε σένα ευάρεστα ας προσφέρω
τον εαυτό μου για ευχαριστώ.