Δεν έχεις πίστη όταν τα στάχυα σου
προσμένεις να γενούν σιτάρι
κι απ’ τ’ άκαρπο δεντρί που κέντρωσες
προσμένεις καρπερό βλαστάρι.
Πίστη έχεις όταν απ’ το χέρσωμα
κι απ’ τα αστραποκαμμένα ξύλα
προσμένεις τους καρπούς ολόδροσους
και καταπράσινα τα φύλλα.
Δεν έχεις πίστη όταν, πηγαίνοντας
το δρόμο του βουνού, προσμένεις
να φτάσεις ως τ’ ανάερο ψήλωμα
κάποιας κορφής μαρμαρωμένης.
Πίστη έχεις όταν αλυσόδετος
μέσ’ απ’ τα βάθη της αβύσσου
προσμένεις ως τα ουράνια ελεύθερο
να φτερουγίσει το κορμί σου.
Δεν έχεις πίστη όταν τ’ απόβραδο
προσμένεις να προβάλουν τ’ άστρα
και με του πετεινού το λάλημα
να φέξει η αυγή ροδογελάστρα.
Πίστη έχεις όταν, όσο αλόγιστο
και πλάνο ο νους σου κι αν το ξέρει,
προσμένεις ήλιο τα μεσάνυχτα
κι αστροφεγγιά το μεσημέρι.
Δεν έχεις πίστη όταν πιστεύοντας
ρωτάς την κρίση και τη γνώση,
δεν έχεις πίστη όταν την πίστη σου
στο λογικό έχεις θεμελιώσει.
Πίστη έχεις όταν κάθε σου όνειρο
τ’ ανάφτεις στο βωμό της τάμα
κι αν κάποιο τάμα σου είναι αδύνατο,
προσμένεις να γενεί το θάμα.