Κύμα, αρμύρα και βροχή,
καυτό λιοπύρι, αύρα δειλινού,
μέσα στα δίχτυα ζήσαν μια ζωή,
με το κουπί συνέχεια του χεριού
και το σκαρί πινελιά τ’ ουρανού.
Φάνηκες, Κύριε, λάμψαν τα μάτια τους,
πέσαν τα δίχτυα στη γη,
νιώσαν πως ζούσανε όλα τα χρόνια τους
μόνο για τούτη τη στιγμή.
Είν’ η κλήση σκίρτημα καρδιάς,
το δικό σου κρασί που μεθά,
λευτεριά που τα σίδερα σπα.
Ζω σε λάθος εποχή,
διψούν για σένα ακόμα οι λαοί,
και τι να κάνω που δεν είσαι εδώ,
τα βήματά σου να ακολουθώ,
φοβάμαι μη ζαλιστώ και χαθώ.
Μίλα απ’ το στόμα μου, πάρε τα χέρια μου,
βάλε στα πόδια φτερά,
όλα τα δώρα σου και τα χαρίσματα
σού τα προσφέρω ξανά.
Δώσ’ μου κλήση, σκίρτημα καρδιάς,
το δικό σου κρασί που μεθά,
λευτεριά που τα σίδερα σπα.