Να ταξιδέψω θέλω με δυο λαφριά κουπιά
κι ας με χτυπάει το κύμα με τον κακό νοτιά
κι ας φοβερίζει η μπόρα κι ας πέφτει και χαλάζι,
εγώ θα ταξιδέψω παρεκεί, δε με νοιάζει.
Γεροί να ‘ναι μονάχα της βάρκας οι αρμοί
και συ, ψυχή μου, να ‘σαι λευκή σα γιασεμί,
ένα δαφνοστεφάνι με δάκρυ που θα πλέξεις
είν’ όλος ο σκοπός σου που πας να ταξιδέψεις.
Για στάσου, μαύρο κύμα, και τόσο μη χτυπάς,
το ξέρεις πού αρμενίζω, έμαθες που με πας,
εκεί που κάθε χείλος παιάνες νίκης ψάλλει
κι ανατολή στη δόξα αχώριστη προβάλλει.
Θεέ μου, και να σιμώσω, Θεέ μου, ν’ αράξω εκεί,
αιώνων ιστορία ν’ ακούσω θρυλική,
Κύπρος μου, να φιλήσω την άγια σου σποδό,
να σε πατήσω, Κύπρος, κι ας είμαι ναυαγός.
Θεέ μου και να σιμώσω, Θεέ μου ν’ αράξω εκεί…