Άναρχος Θεός καταβέβηκεν και εν τη Παρθένω κατώκησεν.
Έρουρεμ, έρουρεμ, έρου, έρου, έρουρεμ, χαίρε Άχραντε.
Βασιλεύς των όλων και Κύριος, ήλθε τον Αδάμ αναπλάσασθαι.
Έρουρεμ, έρουρεμ, έρου, έρου, έρουρεμ, χαίρε Δέσποινα.
Γηγενείς σκιρτάτε και χαίρεσθε, τάξεις των αγγέλων ευφραίνεσθε.
Έρουρεμ, έρουρεμ, έρου, έρου, έρουρεμ, χαίρε Άχραντε.
Δέξαι Βηθλεέμ τον Δεσπότην σου, βασιλέα πάντων και Κύριον.
Έρουρεμ, έρουρεμ, έρου, έρου, έρουρεμ, χαίρε Δέσποινα.
Εξ ανατολών μάγοι έρχονται δώρα προσκομίζοντες άξια.
Ζητούν προσκυνήσαι τον Κύριον, τον εν τω σπηλαίω τικτόμενον.
Ήνεγκεν αστήρ μάγους οδηγών, ένδον του σπηλαίου εκόμισεν.
Θεός, βασιλεύς προαιώνιος, τίκτεται εκ κρης Θεόπαιδος.
Ιδών ο Ηρώδης ως έμαθεν, όλως εξεπλάγη ο δείλαιος.
Κράζει και βοά προς του ιερείς, τους δοξολογούντας τον Κύριον.
Λέγετε, σοφοί και διδάσκαλοι, άρα πού γεννάται ο Κύριος;
Μέγα και φρικτόν το τεράστιον, ο εν ουρανοίς επεδήμησεν.
Νύκτα Ιωσήφ ρήμα ήκουσεν, άγγελος Κυρίου ελάλησεν.
Ξένον και παράδοξον άκουσμα και η συγκατάβασις άρρητος.
Ο μακροθυμήσας και εύσπλαγχνος πάντων υπομένει τα πταίσματα.
Πάλιν ουρανοί ηνεώχθησαν, άγγελοι αυτού ανυμνήτωσαν.
Ρήτορες ελθόντες προσέπεσον βασιλέα μέγαν και ένδοξον.
Σήμερον η κτίσις αγάλλεται και πανηγυρίζει κι ευφραίνεται.
Τάξεις των αγγέλων εξέστησαν επί το παράδοξον θέαμα.
Ύμνους και δεήσεις ανέμελπον των πάντων δεσπότην και άνακτα.
Φως εν τω σπηλαίω ανέτειλεν και τοις εν τω σκότει επέλαμψεν.
Χαίρουσα η κτίσις αγάλλεται και πανηγυρίζει κι ευφραίνεται.
Ψάλλοντες ωδήν την επάξιον, ύμνον σοι προσφέρομεν Δέσποτα.
Ω Παρθενομήτωρ και Δέσποινα, σώζε τους εις σε καταφεύγοντας.