Άγιος Βασίλης έρχεται
‘πο πίσω απ’ το καμάρι,
βαστάει μυζήθρες και τυριά,
βαστάει κι έν’ αγκινάρι.
Βάλτε μας κρασί να πιούμε
και του χρόνου να σας πούμε,
και του χρόνου να σας πούμε
βάλτε μας κρασί να πιούμε.
Σ’ αυτό το σπίτι που ‘ρθαμε
τα ράφια είν’ ασημένια,
του χρόνου σαν και σήμερα
να ‘ναι μαλαματένια.
Βάλτε μας κρασί να πιούμε…
Σένα σου πρέπει, αφέντη μου,
καρέκλα καρυδένια,
για ν’ ακουμπά η μέση σου
η μαργαριταρένια.
Βάλτε μας κρασί να πιούμε…
Πολλά ‘παμε τ’ αφέντη μας,
ας πούμε της κυράς μας,
κυρά ψηλή, κυρά λιγνή,
κυρά μαυροματούσα.
Βάλτε μας κρασί να πιούμε…
Αν έχεις κόρη έμορφη,
βάλ’ την να μας κεράσει,
να ευχηθούμε όλοι μας
να ζήσει, να γεράσει.
Βάλτε μας κρασί να πιούμε…
Κι αν έχεις γιο στα γράμματα
βάλ’ τονε στο ψαλτήρι
και ν’ αξιώσει ο Θεός
να βάλει πετραχήλι.
Βάλτε μας κρασί να πιούμε…
Σ’ αυτό το σπίτι που ‘ρθαμε
πέτρα να μη ραγίσει
κι ο νοικοκύρης του σπιτιού
χίλια χρόνια να ζήσει.
Βάλτε μας κρασί να πιούμε…