Βλέπω καράβια γύρω μου με τα πανιά σχισμένα,
ψυχές ανθρώπων μοιάζουνε με ξύλα σαπισμένα,
ανοίγονται στα πέλαγα, πυξίδα η μοναξιά τους,
σπασμένα τα κατάρτια και τα όνειρά τους.
Παρ’ το καράβι μου, βαλ’ του πανιά
και το μονόγραμμά σου στην καρδιά,
βίρα την άγκυρα για το λιμάνι
σε κόσμους που η μοναξιά δε φτάνει,
κει που η ζωή ειν’ αλλιώτικη και αγνή
και το τιμόνι το κρατάς εσύ.
Στέκω στητή στην πλώρη, εμπρός μυριάδες φώτα αγνάντια,
μες στη ματιά μου βούλιαξαν ανθρώπινα κουφάρια,
βουβή ικεσία τα δάχτυλα που πλήγωσαν οι ξέρες
αδέλφια μείναν ξέστρατα, ανήλιες μέρες.
Παρ’ το καράβι μου, βαλ’ του πανιά…