Υπήρξε άνθρωπος πλούσιος και φίλους του πολλούς
προσκάλεσε σε δείπνο που έστρωσε γι’ αυτούς,
οι δούλοι του χτυπήσαν την πόρτα καθενός,
αλλά οι καλεσμένοι τους είπαν, δυστυχώς.
Ω, δε θα ‘ρθώ,
ω, δε θα ‘ρθώ εις το δείπνο, αγόρασα αγρό,
αγόρασα και βόδια και θέλω να τα ιδώ,
παντρεύτηκα και πρέπει στο σπίτι να σταθώ,
λυπούμαι, στο δείπνο δε θα ‘ρθώ.
Τότε ο πλούσιος άρχοντας οργίστηκε πολύ,
τους δούλους πάλι στέλνει κι αρχίζει να καλεί,
ελάτε πονεμένοι, ελάτε οι φτωχοί,
το δείπνο είναι στρωμένο γι’ αυτόν που δε θα πει.
Ω, δε θα ‘ρθώ…
Τότε ο δείπνος στρώθηκε ψηλά στον ουρανό
κι ο Κύριος προσμένει τον κάθε αμαρτωλό,
την πόρτα σου χτυπάει, ν’ ανοίξεις μην αργείς,
την πρόσκλησή του δέξου και πρόσεξε μην πεις.
Ω, δε θα ‘ρθώ…