Δακρύζω σαν σε βλέπω προδομένη,
παλιά και ξένα ρούχα να φοράς,
στα γαλανόλευκα ήσουνα ντυμένη,
τι πόνο, Μακεδόνων γη, βαστάς.
Ελληνική πατρίδα, αγαπημένη,
εμπόροι στα παζάρια σε γυρνούν,
κι ας είσαι μ’ αίμα ηρώων ποτισμένη,
το βιος της ιστορίας σου πουλούν.
Ποτάμι που κυλά τα δάκρυά μου,
το αίμα των παιδιών σου για να βρει
κι από της γης τα σπλάγχνα πια κραυγάζει
Μακεδονία, γη ελληνική
και την αλήθεια σ’ όλους τη φωνάζει,
πως ήσουν, είσαι, θα ‘σαι ελληνική.
Ξυπνούν απ’ την αιώνια ανάπαυσή τους
του Παύλου, του Αλεξάνδρου οι ψυχές
κι αρχίζουν να ιστορούνται τη ζωή τους,
τις δόξες των Ελλήνων τις παλιές.
Υμνούν των Μακεδόνων τη θυσία
στης πίστης, στης πατρίδας το βωμό,
που διώξανε μακριά την τυραννία,
το χώμα τούτο να ‘ναι ελληνικό.
Ποτάμι που κυλά τα δάκρυά μου…