Και πάλι εκίνησα να ‘ρθω,
Χριστέ μου, στην αυλή σου,
να σκύψω στα κατώφλια σου,
τα τρισαγαπημένα.
Όπου με πόθο αχόρταγο
το λαχταρά η ψυχή μου,
η σάρκα μου αναγάλλιασε,
σιμά σου κι η καρδιά μου.
Το χελιδόνι ηύρε φωλιά
και το τρυγόνι σκέπη,
να βάλουν τα πουλάκια τους,
τα δόλια, να πλαγιάσουν.
Στον ιερό σου το βωμό,
αθάνατε Χριστέ μου,
κάλλιο μια μέρα στη δική σου αυλή,
παρά χιλιάδες.
Στον ίσκιο ας είμαι του ναού
σαν παραπεταμένος,
καλύτερα παρά να ζω,
σ’ αμαρτωλών λημέρια.