Άπλωσες το χέρι σου στ’ αδέλφια σου,
άπλωσε στη μαύρη γη η ελπίδα
νιο δεντρί που φύτεψε η αγάπη σου·
του Χριστού σου δάκρυ,
του Σταυρού του αιμάτινη αχτίδα.
Κι έθρεψες γενιές από σκλαβόπουλα
με το σύνθημα καρπό της βιοτής σου·
κι αν ο κόσμος όλος πέσει απάνω σου,
κράτα το Χριστό μας
θησαυρό σου ασύλητο και την ψυχή σου.
Παίρνεις το ραβδί σου και πορεύεσαι
όπου αγκομαχά η ρωμιοσύνη,
δε γνωρίζεις τι θα πει ξαπόσταμα,
μόνο σπέρνεις πίστη κι αγιοσύνη.
Κι αν μανιάζει η φοβέρα τ’ άπιστου
και σου σκάβει τάφο το σκαμνί σου,
πας με βήμα ατρόμητο στο δήμιο
κι ευλογάς την άδικη θανή σου.
Πώς να τραγουδήσω στ’ άγιο ξόδι σου
τη θυσία σου για το Χριστό και την πατρίδα;
Έγινε το ράσο σου, Πατροκοσμά,
στα παιδιά σου ανίκητη ασπίδα.