Σ’ ανατολή και δύση και βορρά
καραδοκούν της μάχης τα πουλιά,
της ρωμιοσύνης μοίρα το να πολεμά
και ν’ ανασαίνει σίδερο, φωτιά.
Ο ήλιος καίει τις βουνοπλαγιές,
λάμπουν τα όπλα κι οι αρματωσιές,
σημαία κυματίζει κι ο δικέφαλος ανεβαίνει
τώρα ψηλά στον ουρανό.
Άρχοντες όλοι μέσα στην καπνιά,
καβάλα στα περήφανα φαριά,
πριν απ’ τη μάχη στέλνουν μια προσευχή
και στέκουν μπρος σου, Θεέ, γονατιστοί.
Χριστός ο Κύρης βασιλεύς ημών,
μέσα μας πόθος κι όνειρο κρυφό,
άγρυπνοι ακρίτες πίστης δω στη γη και στον ουρανό
αιώνια φίλοι του πιστοί.