Απόψε θα ‘ρθω, Κύριε, απόψε αργά το βράδυ,
σαν το Νικόδημο θα ‘ρθω στης νύχτας το σκοτάδι.
Αργά θε να ‘ρθω, Κύριε, όχι γιατί φοβούμαι
τους φαρισαίους τους κακούς, μα, πρέπει, συλλογούμαι:
Τα πάθη όλα της ψυχής μου πρώτα να κοιμίσω,
λευκό χιτώνα να ντυθώ κι ύστερα να κινήσω.
(*)
Σήκω, ψυχή, ξεκίνησε κι είναι φτασμένη η ώρα,
κοντεύουν τα μεσάνυχτα, προχώρα πια, προχώρα.
Και ξάγρυπνη ν’ ακούς και να ρωτάς και να μαθαίνεις,
απόψε θα ‘ρθω, Κύριε, και να με περιμένεις.
(*)
Και θέλω σταυροποδητά να κάθομαι σιμά σου,
γλυκέ Ραββί, να σε κοιτώ, και τη θερμή ματιά σου.
Και τη λαλιά την όμορφη περίσσια να χορταίνω
κι αφήνοντας δρόμους παλιούς, καινούργιους να διαβαίνω.