Νυχτιά βαθιά κι ανάστερη, ασέληνη, σκιασμένη
ακούστηκαν οι Βούλγαροι να φτάνουν στο σχολειό,
μέσ’ απ’ τις φλόγες, τις φωνές, το θόρυβο των όπλων
μια ιαχή ακούστηκε μ’ αιώνων βουητό.
Εγώ Ελληνίς γεννήθηκα και τέτοια θα πεθάνω,
βγήκε βροντή απ’ τα χείλη σας η ύστατη φωνή,
ζωσμένα ήταν τα όπλα σας και ο σταυρός στο χέρι
κι αφήσατε τα νιάτα σας μ’ ηρωική πνοή.
Σας έκαψαν, σας σκότωσαν, ορφάνεψε ο τόπος,
άδειασε το σχολείο σας, απόμεινε βουβό,
να μαρτυρήσει ποιος μπορεί και ποιος να λησμονήσει
τέτοιες μορφές ασύγκριτες στο διάβα των καιρών.
Μα δε χτυπιέται η ψυχή που ξέρει να πεθαίνει,
να γίνεται ανάλωμα για κάθε ιδανικό
και μένει πάντα ανίκητη, ασάλευτη, γενναία
και χύνεται η θυσία της ποτάμι ορμητικό.
Αικατερίνη, Αγγελική, Σουλτάνα και Βελίκα,
δασκάλες, μάνες κι αδελφές του κάθε Μακεδόνα
σταθείτε μπρος στον ισχυρό, του κόσμου το δεσπότη,
δείξτε τα ματωμένα σας τα χέρια απ’ τον αγώνα.
Φωνάξτε, ικετεύσατε για τη Μακεδονία,
υψώστε τη στον ουρανό τη χιλιοματωμένη
και πλέξτε της αμάρταντο στεφάνι να προσμένει
αυτήν που θα ‘ναι ελληνική και πάντα δοξασμένη.