Πάνω στο κύμα, σε μια βάρκα πλέω μοναχή
και ξαφνικά ήρθε φουρτούνα να με βρει,
χαμένη έκλαψα κι είπα, Θεέ μου, γιατί,
κάθε ελπίδα πια για μένα είχε χαθεί.
Και σε είδα που περπατούσες
πάνω στο κύμα σαν να ήτανε στη γη,
και σε είδα που μου μιλούσες,
να μη φοβάσαι, πίστη να ‘χεις δυνατή,
ναι, σε είδα, χαμογελούσες,
να μη φοβάσαι, πίστη να ‘χεις δυνατή.
Πάνω στο κύμα είμαι κι εγώ και σε ακολουθώ,
με πίστη μες στη θάλασσα, σαν να πετώ,
μα όταν γιατί, Θεέ μου, λέω με παράπονο,
νιώθω μονάχη μες στο κύμα το ψηλό.
Και σε είδα που περπατούσες…
Δώσε μου πίστη δυνατή, ασάλευτη,
να μη μπορεί ποτέ της πια να νικηθεί
κι αντί με φόβο να λέω γιατί και με παράπονο,
να ‘χω στα χείλη μου διαρκές ένα ευχαριστώ.
Και σε είδα που περπατούσες…