Πάνω εκεί στης Πίνδου μας τις κορφές,
που, θαρρείς, τ’ αστέρια φιλούνε,
κάθε νύχτα λίγες αχνές μορφές
τα πυκνά σκοτάδια ερευνούν.
Της πατρίδος πάντα πιστοί φρουροί,
τον εχθρό να ‘ρθει καρτερούνε,
τον εχθρό που πίστευε πως μπορεί
στην Ελλάδα νικητής να μπει.
Η νύχτα φεύγει, σβήνουν τ’ αστέρια,
τ’ αγρίμια πάνε να κρυφτούν,
μα του Δαβάκη μας τα ξεφτέρια
δε θε να πάν’ ν’ αναπαυθούν.
Εχθροί μιλούνια, ντροπή αιώνια,
τ’ άγια μας σύνορα περνούν,
και με ντουφέκια και με κανόνια
σίδερο και φωτιά σκορπούν.
Οι γενναίοι μας με τη λόγχη ορμούν,
τον εχθρό με λύσσα κτυπούνε,
είναι λίγοι, μα τους πολλούς νικούν
κι απ’ τη γη μας πέρα τους πετούν.
Εις την Πίνδο τραγουδούνε
του Δαβάκη τ’ άξια παλικάρια
κι όλο δόξες αντηχούνε τ’ άλλα τα βουνά.
Την Ελλάδα μας υμνούνε
και τ’ αντρειωμένα της βλαστάρια,
που τον κάθε εχθρό νικούνε για παντοτινά.