Θα πάρω μιαν ανηφοριά,
θα πάρω μονοπάτια,
να βρω τα σκαλοπάτια
που πάν’ στη λευτεριά.
Θ’ αφήσω αδέλφια, συγγενείς,
τη μάνα, τον πατέρα,
μες στα λαγκάδια πέρα
και στις βουνοπλαγιές.
Ψάχνοντας για την λευτεριά
θα ‘χω παρέα μόνη
κατάλευκο το χιόνι,
βουνά και ρεματιές.
Τώρα κι αν είναι χειμωνιά,
θα ‘ρθει το καλοκαίρι,
τη λευτεριά να φέρει
σε πόλεις και χωριά.
Θα πάρω μιαν ανηφοριά,
θα πάρω μονοπάτια,
να βρω τα σκαλοπάτια
που πάν’ στη λευτεριά.
Τα σκαλοπάτια θ’ ανεβώ,
θα μπω σ’ ένα παλάτι,
το ξέρω, θα ‘ν’ απάτη,
δεν θα ‘ν’ αληθινό.
Μες στο παλάτι θα γυρνώ
ώσπου να βρω το θρόνο,
βασίλισσα μια μόνο
να κάθεται σ’ αυτόν.
Κόρη πανώρια, θα της πω,
άνοιξε τα φτερά σου
και πάρε με κοντά σου,
μονάχα αυτό ζητώ.