Δε θα βαδίσω σε κήπους ανθόσπαρτους τώρα μαζί σου,
δε θα λουστείς τα νερά τα κρυστάλλινα του παραδείσου.
Δύσκολο βρίσκεις και μέγα τ’ αγώνισμα, σκληρό τον νόμο
κι είναι βαρύς ο σταυρός που σου φόρτωσα πάνω στον ώμο.
Σφίξε, αδελφέ, τον σταυρό που σου χάρισα μέσα στα χέρια,
πριν από σένα τρυπήθηκα εγώ στην καρδιά με μαχαίρια.
Τώρα μαζί σου ψάχνω το δρόμο του παραδείσου.
Κοίτα στου δύσκολου δρόμου σου εδώ του σκληρού τα λιθάρια,
κοίτα και θα ‘βρεις ακόμα παντού τα ματόγραφτα αχνάρια.
Κι όπου κοιτάξεις στις πέτρες εδώ, τις μικρές, τις μεγάλες,
θα ‘βρεις ακόμα ν’ αχνίζουν ζεστές τις αιμάτινες στάλες.
Όλα τ’ αστέρια βασίλεψαν κι έσβησαν στα βλέφαρά σου
κι ούτε μια λάμψη φωτίζει παρήγορη τη συμφορά σου.
Τώρα μαζί σου ψάχνω το δρόμο του παραδείσου.
Θάρρος, παιδί μου, περπάτα και κράτα με, αντάμα θα πάμε,
άγνωστη να ‘ναι και ξένη στα χείλη σου η λέξη φοβάμαι.
Δώσ’ μου το χέρι σου κι άφοβα ακούμπησε πάνω σε μένα,
διώξε τα μαύρα πουλιά που κρατάς μες στη σκέψη κρυμμένα.
Τώρα μαζί σου πίνω νερό του παραδείσου.
Τώρα μαζί σου λούζομαι φως του παραδείσου.
Τώρα μαζί σου.