Μες στους δρόμους της Σμύρνης, σε βουβές ρεματιές,
στην παλιά προκυμαία και στου Πόντου σπηλιές,
στ’ Αϊβαλί και στην Προύσσα, στο Σαγγάριο μακριά,
στ’ Αϊδινιού τα σοκάκια, στης Κιουτάχειας τα βουνά.
Οι ψυχές των μαρτύρων διαφεντεύουν τη γη
και τηρούν της πατρίδας τη στερνή εντολή,
να φυλάνε τον τόπο σπιθαμή σπιθαμή,
να κρατούν της καμπάνας το παλιό το σχοινί.
Κι αντηχεί η φωνή τους, εμείς μένουμε εδώ,
δεν μπορεί να μας διώξεις πια κανείς από δω,
δεν τελειώσανε όλα στους καπνούς της φωτιάς
και χαμένες πατρίδες δεν υπάρχουν για μας.
Δε χαθήκαμε, ζούμε, είμαστε όλοι φρουροί
και κρατούμε της χώρας το αρχαίο κλειδί,
μ’ αναμμένες λαμπάδες, με ιερή προσμονή
καρτερούμε του γένους τη μεγάλη τη στιγμή.
Οι ψυχές των μαρτύρων διαφεντεύουν τη γη…