Αργά βαδίζεις μες στους δρόμους της ψυχής
κι εγώ ζητώ μια ηλιαχτίδα απ’ τη μορφή σου,
να ακουμπήσω, να σταθώ, να δροσιστώ,
αύρα λεπτή να νιώσω, Κύριε, την πνοή σου.
Λυγά η ψυχή μου, ναυαγεί, πού να πιαστεί,
χέρια απλωμένα δεν υπάρχουν, δες, βουλιάζει,
η θύμησή σου την κρατάει ζωντανή,
θεριά τα κύματα κι ο άνεμος ουρλιάζει.
Στη δίνη μέσα αναζητάω να σε βρω,
ελπίδα, δύναμη από σένα να αντλήσω,
μια αγκαλιά σου μοναχά να ζεσταθώ,
το πρόσωπό σου, σαν δειλιάζω, ν’ αντικρίζω,
μία ματιά σου μοναχά ν’ αναστηθώ,
τ’ άγιο σου βλέμμα διαρκώς να ατενίζω.
Σε νιώθω χάδι στης καρδιάς μου την πληγή,
όταν φοβάμαι, σαν ματώνω και πονάω,
διάπλατα ανοίγουν των ματιών μου οι ουρανοί,
με λούζει η χάρη σου, τον κόσμο αψηφάω.
Της Δαμασκού το θαύμα ζω κάθε στιγμή
που απ’ το δικό σου μονοπάτι ξεστρατίζω,
σου παραδίνομαι, καινούργια κάνω αρχή,
βαστάς το χέρι μου, στα κύματα βαδίζω.
Στη δίνη μέσα αναζητάω να σε βρω…