Κάποτε ζούσαμε φτωχά, χωρίς να ξέρουμε
πως είν’ η πλάση κάτω απ’ το δικό σου φως.
Χωρίς να νιώθουμε ξημέρωνε και βράδιαζε
κι ήταν ο κόσμος μας απίστευτα μικρός.
Μα όταν νιώσαμε τη χάρη σου και ζήσαμε ξανά,
την αλήθεια σου τη νιώσαμε βαθιά,
τότε στον ήλιο και στη μέρα είδαμε άλλη ομορφιά,
η ζωή μας βρήκε δρόμο στη χαρά.
Τέτοια αλήθεια πώς να κρύψουμε απ’ τ’ αδέλφια μας,
τέτοια χαρά πώς να κρατήσουμε για μας;
Η αγγελία σου θησαύριασμα στα στήθια μας,
ο κόσμος, νιώθαμε, περίμενε για μας.
Μα όταν νιώσαμε τη χάρη σου και ζήσαμε ξανά…
Κι έτσι κινήσαμε σε ηπείρους, σε δρόμους μακρινούς,
τα χέρια δώσαμε σε μαύρους και λευκούς
και διαλαλήσαμε χαρμόσυνη αγγελία στους λαούς,
πως η αγάπη σου μας κάνει αδελφούς.