Όλη η φύση κοιμάται,
τη ναρκώνει το κρύο
κι εγώ φεύγω λαλώντας
το στερνό μου αντίο.
Και τη μάνα φιλώντας
την κοιτάζω να κλαίει,
μάνα, μην κλαις, της λέω,
μάνα, μην κλαις, και κλαίω.
Κι όλο πάω και τρέχω
και το δάκρυ της σβήνει
για μια μόνο στιγμούλα.
Και μιαν άλλη μανούλα,
την Ελλάδα μας, έχω,
που όλο κλαίει κι εκείνη.
Στου βουνού τη ραχούλα,
στ’ ανθοστόλιστα πλάγια
τη γλυκιά μου μανούλα
ψάχνω να βρω την άγια.
Κι ανεβαίνω ραχούλες
χιονισμένες κορφές
ώσπου να βρω ηρώων γη
κι ηρώων μορφές.
Κι όλο πάω και τρέχω…