Σαν ήρθε η βραδιά, η γη σιωπά τραγούδι στην καρδιά,
ό,τι μου χάρισες το έκρυψα βαθιά.
Το χώμα δούλεψα, πολέμησα με πείσμα το χιονιά,
το θαύμα ζήτησα και κοίταξα ψηλά.
Σποριά, που χώρεσες την άνοιξη στου σπόρου το κορμί,
πες μου, πώς άνθισε το περιβόλι μου σε γη ξερή.
Πες μου, ποιος νίκησε τ’ αγκάθια που πληγώνουν τη χαρά
και πώς λουλούδιασε η δική μου βράχινη καρδιά.
Το χώμα φίλησα κι ας έγδαρα τα χέρια μου σ’ αυτό,
ό,τι καλλιέργησα μου το ‘στειλες διπλό.
Το σπόρο ρώτησα μην άκουσε της γης το μυστικό
και μου ψιθύρισε πως είδε το Θεό.
Σποριά, που χώρεσες την άνοιξη στου σπόρου το κορμί,
πες μου, πώς άνθισε το περιβόλι μου σε γη ξερή.
Πες μου, ποιος νίκησε τ’ αγκάθια που πληγώνουν τη χαρά
και πώς λουλούδιασε η δική μου βράχινη καρδιά.
Σποριά, που χώρεσες την άνοιξη στου σπόρου το κορμί,
πες μου, πώς άνθισε το περιβόλι μου σε γη ξερή.
Χριστέ μου, νίκησες τ’ αγκάθια που πληγώνουν τη χαρά
και, να, λουλούδιασε η δική μου βράχινη καρδιά.