Ένα δάκρυ θόλωσε τα μάτια,
η ψυχή μου πονά,
ανέβηκα με κόπο σκαλοπάτια
για να φτάσω ψηλά.
Η πορεία ήταν σκληρή,
πονεμένη, πειρασμοί πολλοί,
μα το βλέμμα μόνο εκεί,
στην κορυφή.
Μια αχτίδα φάνηκε ψηλά
και το νιώσαμε βαθιά
πως το μαζί και μαζί σου
γεύση γλυκιά, επουράνια χαρά.
Άνοιξα τότε τα φτερά,
έκοψα κάθε τι που με κρατά
για ν’ ατενίζω προς εσέ,
Δημιουργέ μου.
Μέσα στην αντάρα, στη βροχή,
καταστροφή,
δώσε μου δύναμη αρκετή
να με κρατάει ζωντανή.
Το κενό μου απέραντο, Χριστέ,
δε μπορώ να σταθώ, να βαδίσω γερά,
βοήθεια ζητώ,
την πατρική αγκαλιά σου.
Μια αχτίδα φάνηκε ψηλά…
Άνοιξα τότε τα φτερά…
Μια αχτίδα φάνηκε ψηλά…
Άνοιξα τότε τα φτερά…