Σέρνει το βήμα ο λογισμός και ταξιδεύει
πίσω, στης Ιωνίας τη μητέρα γη.
Του πέλαγου οι φωνές πλημμυρίζουν τις θύμησες,
γυρνά και ανασαίνει της μνήμης την πνοή.
Μαύρο φορά μαντήλι, το πένθος της κρατεί,
της Μικρασίας μάνα, του Ομήρου εγγονή.
Και ο βουβός λυγμός της τροπάρι στο Θεό,
σύμβολο της θυσίας, του πόνου θυμιατό.
Του Αιγαίου ο αγέρας χαϊδεύει τις παρειές,
λιγοθυμιά σκορπάει στις νήφουσες καρδιές.
Κι εκείνη όλο ελπίζει κι όλο μονολογεί,
της Μικρασίας κόρη, στη γη της να ταφεί.
Στο βλέμμα της συγγνώμη, στο ύφος αρχοντιά,
της προσφυγιάς ο δρόμος ορφάνια, σκοτεινιά.
Εξόριστη απ’ τη γη της, στον κήπο γιασεμιά
κι η δάφνη να προσμένει την ίδια την κυρά.
Η πόρτα η σκαλισμένη, που παίζαν τα παιδιά,
των σοκακιών η στράτα την είδε στα λευκά.
Της εκκλησιάς σημάδι καμπάνα η βουβή,
μα πιο πικρή η λήθη, του ελληνισμού η σιωπή.
Μα πιο πικρή η λήθη, του ελληνισμού η σιωπή.
Στο βλέμμα της συγγνώμη, στο ύφος αρχοντιά.
Εξόριστη απ’ τη γη της, στον κήπο γιασεμιά.
Η πόρτα η σκαλισμένη, που παίζαν τα παιδιά.
Κι η δάφνη να προσμένει την ίδια την κυρά.