Μου ‘δωσε όταν το θέλησα
ασπίδα με το όνομά του
κι όταν απ’ τα βέλη λύγισα
παρηγοριά με μια ματιά.
Ποιος μπορεί τα κύματα
να σβήσει μ’ ένα νεύμα,
ποιος μπορεί τη σπίθα μου
ν’ ανάψει σα φωτιά;
Μάτωσα, μα μ’ έλουσαν
νίκης χρώματα κοντά σου,
τόλμησα και μ’ άγγιξαν
των αγγέλων τα φτερά.
Ζύγισε στα άγια χέρια του
μ’ ουράνια αγάπη το σταυρό μου
κι έστειλε την ευλογία του
χρυσό του αγώνα φυλαχτό.
Ποιος μπορεί τα κύματα…
Πολύ καλό!