Στου τέταρτου αιώνα τους διωγμούς
στην Αλεξάνδρεια ζούσες,
κόρη ηγεμόνος, καλλονή,
με πλούτη, σοφία και τιμή.
Κάποιος αντάξιος να βρεθεί
να γίνει νυμφίος,
κανείς δεν μπορούσε να σε ξεπεράσει,
μα σου ‘παν για κάποιον που σ’ έχει περάσει,
που λάμπει σαν ήλιος, αϊδίως υπάρχει,
που σ’ έχει πλάσει.
Νύμφη Χριστού,
φλόγα που ανάβει
και απλώνεται παντού,
αμάραντο στεφάνι
που φωτίζει πορεία στον ουρανό,
τη χάρη σου δώσε,
ανδρεία να μείνω,
αγνή στην ψυχή,
Αικατερίνα μεγάλη, σοφή,
Αικατερίνα, Χριστού διαλεχτή.
Ρήτορας έγινες δεινή,
λόγος ενάντια στο ψέμα,
ρήτορες πείστηκαν πολλοί,
μαρτύριο ζήτησαν κι αυτοί.
Ρίχτηκες μες στη φυλακή,
οργή πλησιάζει
κι αυτός θεραπεύει, πληγές επουλώνει,
μα εκείνοι πασχίζουν, τη σάρκα ξεσκίζουν,
τροχός ο σταυρός σου, μ’ αυτοί δε γνωρίζουν
τι σου χαρίζουν.
Νύμφη Χριστού…