Όμορφή μου πεταλούδα,
με τα διάφανα φτερά,
βιαστική, πες μου, πού τρέχεις
μέσ’ τ’ Απρίλη τη δροσιά.
Απ’ το γιασεμί στο ρόδο
κι απ’ τον κρίνο στον πανσέ
κι απ’ την κίτρινη βιολέτα
στο σεμνό το μενεξέ.
Υπερήφανα διαβαίνεις
και τα γλυκοχαιρετάς,
την καρδούλα τους σιμώνεις
και το μέλι τους ρουφάς.
Τρέχω, βιάζομαι, πηγαίνω
τη ζωή μου να χαρώ
όσο η φύση λουλουδίζει
κι όσο έχω τον καιρό.
Αύριο θα χειμωνιάσει
κι ο ανήμερος βοριάς
τα λουλούδια θα σαρώσει
και τα φύλλα μονομιάς.
Και αλίμονο σ’ εκείνον
που ξεχάστηκε στη γη
και γυρεύει τον Απρίλη
στο χειμώνα για να βρει.
Ένα όνειρο η ζωή μας
που θα σβήσει μιαν αυγή
και χαρά σ’ όποιον προλάβει
απ’ το λήθαργο να βγει.
Οι χαρές της γης διαβαίνουν
μαραμένα γιασεμιά,
τη χαρά θα βρεις μονάχα
στου Θεού την αγκαλιά.