Στο ευωδιασμένο τούτο δείλι,
που αργοπεθαίνει μες στα μύρα,
θέλω ν’ αφήσω την ψυχή μου
κάποιο τραγούδι να σου πει.
Μα, ως να ‘ρθει ο στίχος μου στα χείλη,
λιώνει και χάνεται και σβει,
κι ούτε τον ήχο πιάνει η λύρα
κι ούτε τα λόγια το κοντύλι.
Πώς να σου ψάλω όπως το θέλω,
πλάστη δικέ μου και του κόσμου,
μέσα μου ανέκφραστοι είναι πόθοι
κι έπρεπε να ‘χω άρπες αγγέλων.
Ήχο να κάμω και σκοπό μου
ό,τι για σε η ψυχή μου νιώθει,
το πιο καλό δοξαστικό μου
θα μένει αυτό που δεν ειπώθη.