Άσε πλέον, φωνή μου, τον ανέμελο στίχο,
το μεθύσι σου δέσε και τη φλόγα σου κράτα,
σφίξε τώρα ζευγάρια την ηχώ με τον ήχο,
στρώσε στέρεο το βήμα, στράταν ίσια περπάτα,
μεγαλόφωνος ύμνος στο φαρί του ας σε πάρει,
που ζητά δεξιοσύνη και καλό χαλινάρι.
Κι ας μην πουν πως τραγούδι σαν κι αυτό δεν ταιριάζει,
τέτοια σκότεινη ώρα που τα στήθια σου πνίγει,
λέω εκείνο που μένει και που μόνο θ’ αλλάζει
στο καλύτερο πάντα, σαν η αγκούσα θα φύγει,
γιατί αυτοί θε να φύγουν, πες πως κιόλας κινάνε,
μα όλα τ’ άλλα θα μείνουν και δικά μας θε να ‘ναι.
Όχι, εσάς δεν σας θέλει, τούτη γη δεν σας ξέρει,
όλα εδώ είναι δικά μας, τι απ’ το κάθε λιθάρι,
απ’ το χώμα, απ’ το δέντρο, το νερό και τ’ αγέρι,
το κορμί μας μια στάλα για να γίνει έχει πάρει,
η ψυχή μας επήρε μια πνοή απ’ το καθένα,
όλα εδώ είναι δικά μας, μα για σας όλα ξένα.
Γιατί εσείς είστε ξένοι κι όσα βάγια αν κρατάτε,
τούτη η γη δεν πουλιέται, δεν της γίνεστε φίλοι,
η πατρίδα είναι μάνα, έχει μνήμη, ενθυμάται
απ’ τον άγιο της κόρφο ποια βυζάξανε χείλη,
κι η γλυκιά μας η Κύπρος ήταν, είναι, θα μένει
για τα τέκνα της μάνα, μα για σας πάντα ξένη.
Λογαριάσατε λάθος με το νου σας, εμπόροι,
δε μετριέται πατρίδα, λευτεριά με τον πήχη,
κι αν μικρός είν’ ο τόπος και το θέλει και μπόρει
τον ασήκωτο βράχο να τον φάει με το νύχι,
τούτη η δίψα δε σβήνει, τούτη η μάχη δεν παύει,
χίλια χρόνια αν περάσουν, δεν πεθαίνουμε σκλάβοι.