Ανάλαφρη η όστρια, όταν φυσά
και του Κεράτιου ταράζει τα νερά
κι αχνοφεγγίζει σαν βασίλισσα μακριά
η Ρωμυλία, μάνα ορθόδοξη, γλυκιά.
Ψυχές αγίων και παλικαριών καρδιές
από τα σπλάγχνα μου γεννήθηκαν πολλές
κι απώθησαν και έδιωξαν εχθρών ορδές,
λησμονημένη μου πατρίδα, πια μην κλαις.
Εδώ, φωνάζει, ζω, υπάρχω κι ανασαίνω,
πέρα απ’ του Αίνου τα ψηλόκορφα βουνά,
πέρα απ’ του Έβρου τ’ ασημόχρυσα νερά,
στην άλλη όχθη, στην ελληνική μισεύω.
Εμπρός, οι Έλληνες, μαζί, με μια καρδιά,
να σπάσουμε της λησμοσύνης τα δεσμά,
να υψώσουμε σημαία πάλι εκεί ψηλά
στης Ρωμυλίας τ’ άγια χώματα ξανά.
Εδώ, φωνάζει, ζω, υπάρχω κι ανασαίνω…