Πώς μας θωρείς ακίνητος, πού τρέχει ο λογισμός σου,
τα φτερωτά σου όνειρα, γιατί στο μέτωπό σου
να μη φυτρώνουν, γέροντα, τόσες χρυσές αχτίδες,
όσες μας δίνει η όψη σου παρηγοριές κι ελπίδες.
Η θάλασσα η αγριεμένη εκεί θυμάται στο λαιμό σου
το ματωμένο το σχοινί και στ’ άγιο πρόσωπό σου
τα ραπίσματα τ’ άγρια, το βόγγο, τη λαχτάρα,
του κόσμου την ποδοβολή, θυμάται την αντάρα,
την πέτρα που σου κρέμασαν, τη γύμνια του κορμιού σου,
το φοβερό το ανάβρασμα του καταποντισμού σου.
Καλόγερε, πώς δεν ξυπνάς να δεις τα θαύματά σου,
αναστηλώνεται ο Μωριάς, η Ρούμελη μουγκρίζει,
ιδρώνουν αίμα τα βουνά, το δάκρυ πλημμυρίζει,
στου Γερμανού το μέτωπο κρυφά γλυκοχαράζει
του γένους το ξημέρωμα, κάθε ματιά σου σφάζει.
Η θάλασσα η αγριεμένη εκεί θυμάται στο λαιμό σου…
Μ’ αυτά, μ’ αυτά τα κόκκαλα, τα τρίμματα, τη στάχτη
εχτίσαμε, πατέρα μου, τη φτωχική φωλιά μας.
Τι θέλεις, γέροντα, από μας, δε νιώθεις μια ματιά σου
καρδιές πόσες θα φλόγιζε κι από τα σωθικά σου
ζωή πόση θα βλάσταινε, πώς δεν ξυπνάς, πατέρα,
δε φέγγει μες στο μνήμα σου ούτε μια τέτοια μέρα.
Το μάρμαρο μένει βουβό και θε να μείνει ακόμα,
ποιος ξέρει ως πότε αμίλητο το νεκρικό του στόμα
θα κοιμάται, θα ονειρεύεται και τότε θα ξυπνήσει,
όταν στα δάση, στα βουνά, στα πέλαγα βροντήσει
το φοβερό μας κήρυγμα, χτυπάτε, πολεμάρχοι,
μη λησμονείτε το σχοινί, παιδιά, του πατριάρχη.