Του εικοσιένα η ψυχή ορθή μπροστά μας πάλι,
μαρτυρική, αλύγιστη, στητή, ωραία, μεγάλη.
Στ’ αυλακωμένα στήθια της, που τα ‘σκαψε ο πόνος,
στα τέσσερα εκατόχρονα φρικτής σκλαβιάς ο χρόνος.
Ποιος μπόρεσε, ποιος διάβασε, Ελλάδα, την ψυχή σου,
ποιος πήρε ακέραια τη φωτιά, τη φλόγα, την πνοή σου.
Ποιος έσκυψε να πιει νερό από τα τρίριζά σου,
την πίστη σου, την αρετή και την παλικαριά σου.
Ελλάδα, γη με την καρδιά, χρυσή για μένα μοίρα,
στον ήλιο σου γεννήθηκα κι από το φως σου πήρα.
Του γένους πήρα την ψυχή και η ψυχή σου, Ελλάδα,
βαθιά μου μέσα πάντα ζει ακοίμητη λαμπάδα.
Του εικοσιένα η ψυχή, είσαι ψυχή δική μου
κι ανακυλά το αίμα σου στις φλέβες, στο κορμί μου.
Και της ψυχής σου η ψυχή, η ορθόδοξή σου πίστη,
μέσα στα βάθη μου θρονί αγκρέμιστο έχει χτίσει.
Ποιος μπόρεσε, ποιος διάβασε, Ελλάδα, την ψυχή σου…
Ελλάδα, γη με την καρδιά, χρυσή για μένα μοίρα…