Ναυάγησε το πλοίο μου κι απόμεινα
σ’ αυτόν εδώ τον έρημο το βράχο
και πέρασα τα νιάτα μου στενάζοντας,
δίχως χαρές, δίχως ελπίδα να ‘χω.
Κι άκουσα, ξάφνου, στης ψυχής μου τ’ άδυτα
το σιγανό σου βήμα και το φως μου,
μέσα στη νύχτα χρόνια που περίμενα,
ω Λυτρωτή μου, τ’ άναψες εντός μου.
Και τώρα τις αχτίδες που μου χάρισες
σαν φάρος μες στο πέλαγος τις ρίχνω
και στα φτωχά καράβια που διαβαίνουνε
το βράχο τον αλύπητο τους δείχνω.
Ω, πόσοι, πόσοι, κοίτα, φαροφύλακες
σκορπούνε φως από δικό σου χέρι,
σε κάθε κάβο μακρινό της θάλασσας
άραξε κι ένα τ’ ουρανού σου αστέρι.
Και προχωρεί στα κύματα κι απλώνεται
το φωτεινό της νίκης του σημάδι,
σαν μιας αυγής ανέσπερης προμήνυμα
στους βράχους, στα θεριά και στο σκοτάδι.
Και τώρα τις αχτίδες που μου χάρισες…
Ω, πόσοι, πόσοι, κοίτα, φαροφύλακες…