Οι ανέμοι του Αιγαίου τη μνήμη κουρσέψαν,
βοριάδες φυσήξαν καιρών Δωρικών,
τρικάταρτα πλοία Αχαιών και Ιώνων
για νέα ακρογιάλια των αποικισμών.
Ομήρου τα έπη, σοφοί κι επιστήμες
κι η πρώτη ιστορία του Ηρόδοτου εκεί,
περήφανες πόλεις στων Μήδων τη βλέψη,
ασύνορη σκέψη, Ελλήνων πνοή.
Τους δύσβατους δρόμους της Ανατολίας
του Παύλου πορείες άνοιξαν στο φως,
σ’ ακτές της Εφέσου ο μύστης του Λόγου,
του Ευαγγελίου, βροντής ο υιός.
Γλυκιά Ιωνία, παλιά μου πατρίδα,
ματώνει η καρδιά μου σα σε θυμηθώ,
γλυκιά Μικρασία, χαμένη πατρίδα,
την ανάστασή σου γοργά καρτερώ.
Επτά οι λυχνίες, χιλιάδες μαρτύρων,
πατέρες φωστήρες, μορφές ασκητών,
χιλιόχρονη ορθώσαν αυτοκρατορία
λαμπρών βασιλέων και φως των εθνών.
Οι ορδές των βαρβάρων κύκλωναν ολούθε,
ακρίτες γενναίοι κρατούσαν τη γη
κι η Μάνα του γένους θερμή προστασία,
στρατήγισσα νίκης και καταφυγή.
Μα Τούρκοι φανήκαν, «η Πόλις εάλω»,
ρημάχτηκε ο τόπος και στέναξη η γη,
ναοί γκρεμιστήκαν, πατρίδες χαθήκαν,
μαρμάρωσε η χώρα σ’ αγγέλου οιμωγή.
Γλυκιά Ιωνία, παλιά μου πατρίδα…