Μπήκα σ’ ένα καραβάκι
μ’ ένα τσούρμο από παιδιά,
κίνησα για την πατρίδα,
την πατρίδα την παλιά.
Κι όταν πήγαμε στην Πόλη
κι αγναντέψαμε,
ο μαρμαρωμένος ήρθε
κι ανδριέψαμε.
Πήγαμε ύστερα στη Σμύρνη
και φωνάξαμε,
γεια χαρά, καημένα αδέλφια,
να, που φθάσαμε.
Ταξιδέψαμε στην Κύπρο·
σαν ζυγώσαμε,
τους Κυπραίους στο Καρπάσι
ανταμώσαμε.
Και στο τέλος μέγα γλέντι
όλοι στήσαμε,
Παναγιά μου και Χριστέ μου,
ενικήσαμε.